προγυμναστήριο

προγυμναστήριο
το, Ν
1. ειδικός χώρος προγύμνασης
2. ναυτ. πλοίο όπου διαμένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω + επίθημα -τήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προγυμναστήριο — το 1. ειδικός χώρος όπου προγυμνάζεται κανείς. 2. (ναυτ.), κατάστημα ή πλοίο όπου μένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”