- προγυμναστήριο
- το, Ν1. ειδικός χώρος προγύμνασης2. ναυτ. πλοίο όπου διαμένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω + επίθημα -τήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.